ἀνασκεύαζε

ἀνασκεύαζε
ἀ̱νασκεύαζε , ἀνασκευάζω
pack up the baggage
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres imperat act 2nd sg
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres imperat act 2nd sg
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανασκευάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, αποδείχνω πως κάτι δεν είναι αληθινό, ανατρέπω επιχείρημα, κατηγορία κτλ.: Με την απολογία του ανασκεύαζε ένα προς ένα όλα τα σημεία της εναντίον του κατηγορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”